- ιηλεμίζω
- ἰηλεμίζω (Α)ιων. τ. τού ιαλεμίζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰηλεμίσαι — ἰηλεμίζω aor inf act ἰηλεμίσαῑ , ἰηλεμίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰηλεμίζειν — ἰηλεμίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιαλεμίζω — ἰαλεμίζω, ιων. τ. ἰηλεμίζω (Α) [ιάλεμος] θρηνώ … Dictionary of Greek